ματαιοδοξώ

ματαιοδοξώ
[ματαιόδοξος]
1. είμαι ματαιόδοξος, υπερηφανεύομαι για ασήμαντα πράγματα
2. επιζητώ μάταιη δόξα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αετοπιάνομαι — και αϊτοπιάνομαι 1. ζητώ να πιαστώ από ψηλά, επιδιώκω πράγματα δυσανάλογα προς τις δυνάμεις μου και ανέφικτα, ματαιοπονώ 2. επιδεικνύομαι, ματαιοδοξώ, μεγαλοπιάνομαι …   Dictionary of Greek

  • κενοδοξώ — (Α κενοδοξῶ, έω) [κενόδοξος] νεοελλ. μσν. 1. είμαι ματαιόδοξος, ματαιοδοξώ 2. επαίρομαι, μεγαλαυχώ μσν. περιφρονώ αρχ. έχω μάταιη πεποίθηση («περὶ δὲ τὰς ἀνωφελεῑς εὑρησιλογίας κενοδοξοῡντες», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • ματαιοφρονώ — ματαιοφρονῶ, έω (Α) [ματαιόφρων] σκέπτομαι άσκοπα και ανόητα, ματαιοδοξώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”